- άκρατος
- άκρατος, -η, -ο και ακράτος, -η, -ο1. (για κρασί), αυτός που δεν είναι ανακατεμένος με νερό: Ήπιαμε ωραίο άκρατο κρασί.2. (για μέταλλα), αυτός που είναι αμιγής, καθαρός: Του χάρισε ένα σταυρό από άκρατο μάλαμα.3. (για ιδέες), τέλειος, πλήρης, χωρίς ξένες επιδράσεις: Τα γραφτά του τα χαρακτήριζε ένας άκρατος ιδεαλισμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.