άκρατος

άκρατος
άκρατος, -η, -ο και ακράτος, -η, -ο
1. (για κρασί), αυτός που δεν είναι ανακατεμένος με νερό: Ήπιαμε ωραίο άκρατο κρασί.
2. (για μέταλλα), αυτός που είναι αμιγής, καθαρός: Του χάρισε ένα σταυρό από άκρατο μάλαμα.
3. (για ιδέες), τέλειος, πλήρης, χωρίς ξένες επιδράσεις: Τα γραφτά του τα χαρακτήριζε ένας άκρατος ιδεαλισμός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ἄκρατος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκρατος — (1ος αι. μ.Χ.). Απελεύθερος του Νέρωνα. Το 66 μ.Χ. ο αυτοκράτορας τον έστειλε στη Μικρά Ασία για να συλλέψει αναθήματα και να τα μεταφέρει στη Ρώμη. Ο Τάκιτος αναφέρει ότι ο Α. συνάντησε μεγάλη αντίσταση από τους κατοίκους της Περγάμου και ο Δίων …   Dictionary of Greek

  • ἄκρατος — ἄκρᾱτος , ἄκρατος unmixed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άκρατος, Ιωάννης — Αγωνιστής του 1821. Γεννήθηκε στο Διακοφτό. Αγωνίστηκε με τον Ανδρέα Λόντο και τον Δημήτριο Μελετόπουλο. Διακρίθηκε στις μάχες της Πάτρας, της Ακράτας και του Αγίου Ιωάννη Τζετζεβών. Τιμήθηκε με το χάλκινο αριστείο …   Dictionary of Greek

  • ἀκρητέστερον — ἄκρατος unmixed adverbial comp (ionic) ἄκρατος unmixed masc acc comp sg (ionic) ἄκρατος unmixed neut nom/voc/acc comp sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρητέστατα — ἄκρατος unmixed adverbial superl (ionic) ἄκρατος unmixed neut nom/voc/acc superl pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρητέστατον — ἄκρατος unmixed masc acc superl sg (ionic) ἄκρατος unmixed neut nom/voc/acc superl sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκράτω — Ἄκρατος masc nom/voc/acc dual Ἄκρατος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρήτως — ἄκρατος unmixed adverbial (ionic) ἄκρατος unmixed masc/fem acc pl (doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκρητον — ἄκρατος unmixed masc/fem acc sg (ionic) ἄκρατος unmixed neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”